Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
View word page
συγκαλύπτω
συγκαλύπτω fut. ψω to cover or veil completely, Od., Eur.: Pass., συγκεκαλυμμένη muffled up, Plut.:— Mid. to wrap oneself up, cover oneʼs face, Xen.

ShortDef

to cover

Debugging

Headword:
συγκαλύπτω
Headword (normalized):
συγκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτω
IDX:
30514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30549
Key:
sugkalu/ptw

Data

{'content': 'συγκαλύπτω\n fut. ψω\n to cover or veil completely, Od., Eur.: Pass., συγκεκαλυμμένη muffled up, Plut.:— Mid. to wrap oneself up, cover oneʼs face, Xen.', 'key': 'sugkalu/ptw'}