Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
View word page
συγκαλέω
συγκαλέω fut. -καλέσω Attic -καλῶ to call to council, convoke, convene, Il., Hdt., Attic:—so in Mid., Hdt., NTest. to invite with others to a feast, Xen.

ShortDef

to call to council, convoke, convene

Debugging

Headword:
συγκαλέω
Headword (normalized):
συγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλεω
IDX:
30511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30546
Key:
sugkale/w

Data

{'content': 'συγκαλέω\n fut. -καλέσω\n Attic -καλῶ\n to call to council, convoke, convene, Il., Hdt., Attic:—so in Mid., Hdt., NTest.\n to invite with others to a feast, Xen.', 'key': 'sugkale/w'}