Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
View word page
συγκαθίστημι
συγκαθίστημι fut. -καταστήσω aor1 -κατέστησα to bring into place together, ap. Dem. to join in setting up, Lat. constituere, τὴν τυραννίδα Aesch., etc.:—of settling disturbed countries, Thuc.:— to help in arranging, managing, treating, Eur.

ShortDef

to bring into place together

Debugging

Headword:
συγκαθίστημι
Headword (normalized):
συγκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιστημι
IDX:
30507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30542
Key:
sugkaqi/sthmi

Data

{'content': 'συγκαθίστημι\n fut. -καταστήσω\n aor1 -κατέστησα\n to bring into place together, ap. Dem.\n to join in setting up, Lat. constituere, τὴν τυραννίδα Aesch., etc.:—of settling disturbed countries, Thuc.:— to help in arranging, managing, treating, Eur.', 'key': 'sugkaqi/sthmi'}