Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
View word page
συγκαθίημι
συγκαθίημι fut. -καθήσω to let down with or together, to deposit together, Eur.:— σ. ἑαυτόν to let oneself down, lower oneself, εἴς τι Plat.; and absol. (sub. ἑαυτόν) to stoop, condescend, accommodate oneself to others, c. dat., Plat.

ShortDef

to let down with

Debugging

Headword:
συγκαθίημι
Headword (normalized):
συγκαθίημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιημι
IDX:
30506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30541
Key:
sugkaqi/hmi

Data

{'content': 'συγκαθίημι\n fut. -καθήσω\n to let down with or together, to deposit together, Eur.:— σ. ἑαυτόν to let oneself down, lower oneself, εἴς τι Plat.; and absol. (sub. ἑαυτόν) to stoop, condescend, accommodate oneself to others, c. dat., Plat.', 'key': 'sugkaqi/hmi'}