Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
View word page
συγκαθίζω
συγκαθίζω fut. -ιζήσω to make to sit together:—Mid. or Pass. to sit in conclave, meet for deliberation, Xen. intr., = Mid. to sit with one, Luc.
ShortDef
to make to sit together
Debugging
Headword:
συγκαθίζω
Headword (normalized):
συγκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιζω
IDX:
30505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30540
Key:
sugkaqi/zw
Data
{'content': 'συγκαθίζω\n fut. -ιζήσω\n to make to sit together:—Mid. or Pass. to sit in conclave, meet for deliberation, Xen.\n intr., = Mid. to sit with one, Luc.', 'key': 'sugkaqi/zw'}