Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
View word page
συγκάθημαι
συγκάθημαι properly perf. of συγκαθέζομαι to be seated or sit with or by the side of, Hdt., Eur.: of a number of persons, to sit together, sit in conclave, Ar., Thuc.

ShortDef

to be seated

Debugging

Headword:
συγκάθημαι
Headword (normalized):
συγκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθημαι
IDX:
30503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30538
Key:
sugka/qhmai

Data

{'content': 'συγκάθημαι\n properly perf. of συγκαθέζομαι\n to be seated or sit with or by the side of, Hdt., Eur.: of a number of persons, to sit together, sit in conclave, Ar., Thuc.', 'key': 'sugka/qhmai'}