Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
View word page
συγκαθέλκω
συγκαθέλκω fut. ξω aor1 -είλκυσα to drag down together:—fut. pass. συγκαθελκυσθήσεται Aesch.
ShortDef
to drag down together
Debugging
Headword:
συγκαθέλκω
Headword (normalized):
συγκαθέλκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθελκω
IDX:
30501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30536
Key:
sugkaqe/lkw
Data
{'content': 'συγκαθέλκω\n fut. ξω\n aor1 -είλκυσα\n to drag down together:—fut. pass. συγκαθελκυσθήσεται Aesch.', 'key': 'sugkaqe/lkw'}