Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
View word page
συγκαθείργω
συγκαθείργω Attic for -κατείργω to shut up with another, τινά τινι Xen., etc.:—Pass. to be shut up with, τινί Aeschin.

ShortDef

to shut up with

Debugging

Headword:
συγκαθείργω
Headword (normalized):
συγκαθείργω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθειργω
IDX:
30500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30535
Key:
sugkaqei/rgw

Data

{'content': 'συγκαθείργω\n Attic for -κατείργω\n to shut up with another, τινά τινι Xen., etc.:—Pass. to be shut up with, τινί Aeschin.', 'key': 'sugkaqei/rgw'}