Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
View word page
συγκαθαιρέω
συγκαθαιρέω Ionic συγκατ fut. ήσω aor2 συγκαθεῖλον to put down together, to join in putting down, τὸν βάρβαρον Thuc. to accomplish a thing with any one, τί τινι Hdt.

ShortDef

to put down together, to join in putting down

Debugging

Headword:
συγκαθαιρέω
Headword (normalized):
συγκαθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαιρεω
IDX:
30497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30532
Key:
sugkaqaire/w

Data

{'content': 'συγκαθαιρέω\n Ionic συγκατ\n fut. ήσω\n aor2 συγκαθεῖλον\n to put down together, to join in putting down, τὸν βάρβαρον Thuc.\n to accomplish a thing with any one, τί τινι Hdt.', 'key': 'sugkaqaire/w'}