Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
View word page
συγγυμναστής
συγγυμναστής from συγγυμνάζω συγγυμναστής, οῦ, ὁ, a companion in bodily exercises, Plat., Xen.

ShortDef

a companion in bodily exercises

Debugging

Headword:
συγγυμναστής
Headword (normalized):
συγγυμναστής
Headword (normalized/stripped):
συγγυμναστης
IDX:
30495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30530
Key:
suggumnasth/s

Data

{'content': 'συγγυμναστής\n from συγγυμνάζω\n συγγυμναστής, οῦ, ὁ,\n a companion in bodily exercises, Plat., Xen.', 'key': 'suggumnasth/s'}