Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνταναμένω
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανίστημι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπερύκω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλυμι
ἀνταποτίνω
View word page
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπαμείβομαι Mid. to obey in turn, τινι Tyrtae.
ShortDef
to obey in turn
Debugging
Headword:
ἀνταπαμείβομαι
Headword (normalized):
ἀνταπαμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταπαμειβομαι
IDX:
3052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3053
Key:
a)ntapamei/bomai
Data
{'content': 'ἀνταπαμείβομαι\n Mid. to obey in turn, τινι Tyrtae.', 'key': 'a)ntapamei/bomai'}