Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
View word page
συγγομφόω
συγγομφόω fut. ώσω to fasten together with nails, Plut.

ShortDef

to fasten together with nails

Debugging

Headword:
συγγομφόω
Headword (normalized):
συγγομφόω
Headword (normalized/stripped):
συγγομφοω
IDX:
30487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30522
Key:
suggomfo/w

Data

{'content': 'συγγομφόω\n fut. ώσω\n to fasten together with nails, Plut.', 'key': 'suggomfo/w'}