Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
View word page
συγγνωστός
συγγνωστός συγ-γνωστός, όν verb. adj. to be pardoned, pardonable, allowable, Eur., etc.:— συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., Eur.

ShortDef

to be pardoned, pardonable, allowable

Debugging

Headword:
συγγνωστός
Headword (normalized):
συγγνωστός
Headword (normalized/stripped):
συγγνωστος
IDX:
30486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30521
Key:
suggnwsto/s

Data

{'content': 'συγγνωστός\n συγ-γνωστός, όν\n verb. adj.\n to be pardoned, pardonable, allowable, Eur., etc.:— συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., Eur.', 'key': 'suggnwsto/s'}