Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
View word page
συγγνωστέος
συγγνωστέος verb. adj. of συγγιγνώσκω one must pardon, indulge, τινί Plat.
ShortDef
one must pardon, indulge
Debugging
Headword:
συγγνωστέος
Headword (normalized):
συγγνωστέος
Headword (normalized/stripped):
συγγνωστεος
IDX:
30485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30520
Key:
suggnwste/os
Data
{'content': 'συγγνωστέος\n verb. adj. of συγγιγνώσκω\n one must pardon, indulge, τινί Plat.', 'key': 'suggnwste/os'}