Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφω
συγγυμνάζω
View word page
συγγνώμων
συγγνώμων συγγιγνώσκω III disposed to pardon, indulgent, Xen.; σ. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, Eur. pass. pardoned, deserving pardon or indulgence, allowable, Thuc.

ShortDef

disposed to pardon, indulgent

Debugging

Headword:
συγγνώμων
Headword (normalized):
συγγνώμων
Headword (normalized/stripped):
συγγνωμων
IDX:
30484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30519
Key:
suggnw/mwn

Data

{'content': 'συγγνώμων\n συγγιγνώσκω III\n disposed to pardon, indulgent, Xen.; σ. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, Eur.\n pass. pardoned, deserving pardon or indulgence, allowable, Thuc.', 'key': 'suggnw/mwn'}