Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
View word page
συγγνωμονικός
συγγνωμονικός συγγνωμονικός, ή, όν from συγγνώμων inclined to pardon, indulgent, Arist. of things, pardonable, Arist.
ShortDef
inclined to pardon, indulgent
Debugging
Headword:
συγγνωμονικός
Headword (normalized):
συγγνωμονικός
Headword (normalized/stripped):
συγγνωμονικος
IDX:
30482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30517
Key:
suggnwmoniko/s
Data
{'content': 'συγγνωμονικός\n συγγνωμονικός, ή, όν\n from συγγνώμων\n inclined to pardon, indulgent, Arist.\n of things, pardonable, Arist.', 'key': 'suggnwmoniko/s'}