Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
View word page
συγγνώμη
συγγνώμη acknowledgment, confession, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι . . to acknowledge that . . , Hdt. a fellow-feeling with another, a lenient judgment, allowance, Ar., NTest. pardon, forgiveness, συγγνώμην ἔχειν to pardon, τινί Hdt., Attic; τινός for a thing, Hdt., Attic:—opp. to συγγνώμης τυγχάνειν, to obtain forgiveness, Xen., etc.; ξυγγνώμην λήψονται, will be pardoned, Thuc. of acts, συγγνώμην ἔχει admit of excuse, are excusable, Soph.; ἔχειν τι ξυγγνώμης Thuc.

ShortDef

forgiveness

Debugging

Headword:
συγγνώμη
Headword (normalized):
συγγνώμη
Headword (normalized/stripped):
συγγνωμη
IDX:
30481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30516
Key:
suggnw/mh

Data

{'content': 'συγγνώμη\n acknowledgment, confession, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι . . to acknowledge that . . , Hdt.\n a fellow-feeling with another, a lenient judgment, allowance, Ar., NTest.\n pardon, forgiveness, συγγνώμην ἔχειν to pardon, τινί Hdt., Attic; τινός for a thing, Hdt., Attic:—opp. to συγγνώμης τυγχάνειν, to obtain forgiveness, Xen., etc.; ξυγγνώμην λήψονται, will be pardoned, Thuc.\n of acts, συγγνώμην ἔχει admit of excuse, are excusable, Soph.; ἔχειν τι ξυγγνώμης Thuc.', 'key': 'suggnw/mh'}