Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
συγγνωστός
View word page
συγγηράσκω
συγγηράσκω fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα to grow old together with, τινί Hdt.; absol., Aesch.
ShortDef
to grow old together with
Debugging
Headword:
συγγηράσκω
Headword (normalized):
συγγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
συγγηρασκω
IDX:
30476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30511
Key:
sugghra/skw
Data
{'content': 'συγγηράσκω\n fut. -γηράσομαι\n aor1 -εγήρᾱσα\n to grow old together with, τινί Hdt.; absol., Aesch.', 'key': 'sugghra/skw'}