Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωστέος
View word page
συγγηθέω
συγγηθέω perf. -γέγηθα to rejoice with, τινί Eur.

ShortDef

to rejoice with

Debugging

Headword:
συγγηθέω
Headword (normalized):
συγγηθέω
Headword (normalized/stripped):
συγγηθεω
IDX:
30475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30510
Key:
sugghqe/w

Data

{'content': 'συγγηθέω\n perf. -γέγηθα\n to rejoice with, τινί Eur.', 'key': 'sugghqe/w'}