Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
View word page
συγγέωργος
συγγέωργος συγ-γέωργος, ὁ, a fellow-labourer, Ar.
ShortDef
a fellow-labourer
Debugging
Headword:
συγγέωργος
Headword (normalized):
συγγέωργος
Headword (normalized/stripped):
συγγεωργος
IDX:
30474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30509
Key:
sugge/wrgos
Data
{'content': 'συγγέωργος\n συγ-γέωργος, ὁ,\n a fellow-labourer, Ar.', 'key': 'sugge/wrgos'}