Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
View word page
συγγεωργέω
συγγεωργέω fut. ήσω to be a fellow-labourer, Isae. from συγγέωργος

ShortDef

to be a fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγγεωργέω
Headword (normalized):
συγγεωργέω
Headword (normalized/stripped):
συγγεωργεω
IDX:
30473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30508
Key:
suggewrge/w

Data

{'content': 'συγγεωργέω\n fut. ήσω\n to be a fellow-labourer, Isae.\n from συγγέωργος', 'key': 'suggewrge/w'}