Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
View word page
συγγέρων
συγγέρων συγ-γέρων, οντος, a co-mate in old age, Babr.
ShortDef
a co-mate in old age
Debugging
Headword:
συγγέρων
Headword (normalized):
συγγέρων
Headword (normalized/stripped):
συγγερων
IDX:
30472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30507
Key:
sugge/rwn
Data
{'content': 'συγγέρων\n συγ-γέρων, οντος,\n a co-mate in old age, Babr.', 'key': 'sugge/rwn'}