συγγενικός
from συγγενής
συγγενικός, ή, όν
congenital, hereditary, Plut.
of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. -κῶς, like kinsfolk, Dem.
{'content': 'συγγενικός\n from συγγενής\n συγγενικός, ή, όν\n congenital, hereditary, Plut.\n of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. -κῶς, like kinsfolk, Dem.', 'key': 'suggeniko/s'}