Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
View word page
συγγενικός
συγγενικός from συγγενής συγγενικός, ή, όν congenital, hereditary, Plut. of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. -κῶς, like kinsfolk, Dem.

ShortDef

congenital, hereditary

Debugging

Headword:
συγγενικός
Headword (normalized):
συγγενικός
Headword (normalized/stripped):
συγγενικος
IDX:
30471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30506
Key:
suggeniko/s

Data

{'content': 'συγγενικός\n from συγγενής\n συγγενικός, ή, όν\n congenital, hereditary, Plut.\n of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. -κῶς, like kinsfolk, Dem.', 'key': 'suggeniko/s'}