Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
View word page
συγγένεια
συγγένεια συγγένεια, ἡ, συγγενής sameness of descent or family, relationship, kin, Eur., etc.: c. gen. kin, relationship with or to another, ἡ ξ. τοῦ θεοῦ Plat.; also, ἡ πρὸς τοὺς παῖδας σ. Isocr. ties of kindred, family connexion, influence, Plat. oneʼs kin, kinsfolk, kinsmen, Eur.; in pl. families, Dem.

ShortDef

sameness of descent

Debugging

Headword:
συγγένεια
Headword (normalized):
συγγένεια
Headword (normalized/stripped):
συγγενεια
IDX:
30469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30504
Key:
sugge/neia

Data

{'content': 'συγγένεια\n συγγένεια, ἡ,\n συγγενής\n sameness of descent or family, relationship, kin, Eur., etc.: c. gen. kin, relationship with or to another, ἡ ξ. τοῦ θεοῦ Plat.; also, ἡ πρὸς τοὺς παῖδας σ. Isocr.\n ties of kindred, family connexion, influence, Plat.\n oneʼs kin, kinsfolk, kinsmen, Eur.; in pl. families, Dem.', 'key': 'sugge/neia'}