Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
View word page
συγγείτων
συγγείτων συγ-γείτων, ονος, ὁ, ἡ, bordering, neighbouring, Eur.
ShortDef
bordering, neighbouring
Debugging
Headword:
συγγείτων
Headword (normalized):
συγγείτων
Headword (normalized/stripped):
συγγειτων
IDX:
30468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30503
Key:
suggei/twn
Data
{'content': 'συγγείτων\n συγ-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,\n bordering, neighbouring, Eur.', 'key': 'suggei/twn'}