Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
View word page
σύγγαμος
σύγγαμος σύγ-γᾰμος, ον, united in wedlock, married, ἄλλῳ to another, Eur.:—generally, connected by marriage, Eur. ξύγγαμός σοι Ζεύς sharing thy marriage-bed, of Amphitryon, Eur.: pl. the rival wives of one man, Eur.

ShortDef

united in wedlock, married

Debugging

Headword:
σύγγαμος
Headword (normalized):
σύγγαμος
Headword (normalized/stripped):
συγγαμος
IDX:
30467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30502
Key:
su/ggamos

Data

{'content': 'σύγγαμος\n σύγ-γᾰμος, ον,\n united in wedlock, married, ἄλλῳ to another, Eur.:—generally, connected by marriage, Eur.\n ξύγγαμός σοι Ζεύς sharing thy marriage-bed, of Amphitryon, Eur.: pl. the rival wives of one man, Eur.', 'key': 'su/ggamos'}