Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
συγγέρων
συγγεωργέω
View word page
συβόσιον
συβόσιον σῠ-βόσῑον, ου, τό, σῦς, βόσκω a herd of swine, Hom.

ShortDef

a herd of swine

Debugging

Headword:
συβόσιον
Headword (normalized):
συβόσιον
Headword (normalized/stripped):
συβοσιον
IDX:
30463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30498
Key:
subo/sion

Data

{'content': 'συβόσιον\n σῠ-βόσῑον, ου, τό,\n σῦς, βόσκω\n a herd of swine, Hom.', 'key': 'subo/sion'}