Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγένεια
συγγενής
συγγενικός
View word page
Συβαρίτης
Συβαρίτης from Σύβᾰρις (ῠ) a Sybarite, Hdt., Ar.:—fem. Συβαρῖτις, ιδος, Ar.; and as adj., Theocr.
ShortDef
a Sybarite
Debugging
Headword:
Συβαρίτης
Headword (normalized):
συβαρίτης
Headword (normalized/stripped):
συβαριτης
IDX:
30461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30496
Key:
*subari/ths
Data
{'content': 'Συβαρίτης\n from Σύβᾰρις (ῠ)\n a Sybarite, Hdt., Ar.:—fem. Συβαρῖτις, ιδος, Ar.; and as adj., Theocr.', 'key': '*subari/ths'}