Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβώτης
σύγγαμος
View word page
στωμύλος
στωμύλος στωμύλος (ῠ), ον, στόμα mouthy, wordy, talkative, chattering, glib, Ar., Theocr.; τὰ στ. ταῦτα this nonsense, Anth.

ShortDef

mouthy, wordy, talkative, chattering, glib

Debugging

Headword:
στωμύλος
Headword (normalized):
στωμύλος
Headword (normalized/stripped):
στωμυλος
IDX:
30457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30492
Key:
stwmu/los

Data

{'content': 'στωμύλος\n στωμύλος (ῠ), ον,\n στόμα\n mouthy, wordy, talkative, chattering, glib, Ar., Theocr.; τὰ στ. ταῦτα this nonsense, Anth.', 'key': 'stwmu/los'}