Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
View word page
στωμύλλω
στωμύλλω στωμύλλω, from στωμύλος, as στρογγύλλω from στρογγύλος to be talkative, to chatter, babble, Ar.:—so as Dep. στωμύλλομαι, fut. στωμυλοῦμαι, aor1 ἐστωμυλάμην, Ar.

ShortDef

to be talkative, to chatter, babble

Debugging

Headword:
στωμύλλω
Headword (normalized):
στωμύλλω
Headword (normalized/stripped):
στωμυλλω
IDX:
30455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30490
Key:
stwmu/llw

Data

{'content': 'στωμύλλω\n στωμύλλω,\n from στωμύλος, as στρογγύλλω from στρογγύλος\n to be talkative, to chatter, babble, Ar.:—so as Dep. στωμύλλομαι, fut. στωμυλοῦμαι, aor1 ἐστωμυλάμην, Ar.', 'key': 'stwmu/llw'}