στωμύλλω
στωμύλλω,
from στωμύλος, as στρογγύλλω from στρογγύλος
to be talkative, to chatter, babble, Ar.:—so as Dep. στωμύλλομαι, fut. στωμυλοῦμαι, aor1 ἐστωμυλάμην, Ar.
{'content': 'στωμύλλω\n στωμύλλω,\n from στωμύλος, as στρογγύλλω from στρογγύλος\n to be talkative, to chatter, babble, Ar.:—so as Dep. στωμύλλομαι, fut. στωμυλοῦμαι, aor1 ἐστωμυλάμην, Ar.', 'key': 'stwmu/llw'}