Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
Σύβοτα
View word page
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμυλιοσυλλεκτάδης στωμῠλιο-συλλεκτάδης, ου, ὁ, a gossip-gleaner, Ar.

ShortDef

a gossip-gleaner

Debugging

Headword:
στωμυλιοσυλλεκτάδης
Headword (normalized):
στωμυλιοσυλλεκτάδης
Headword (normalized/stripped):
στωμυλιοσυλλεκταδης
IDX:
30454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30489
Key:
stwmuliosullekta/dhs

Data

{'content': 'στωμυλιοσυλλεκτάδης\n στωμῠλιο-συλλεκτάδης, ου, ὁ,\n a gossip-gleaner, Ar.', 'key': 'stwmuliosullekta/dhs'}