Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβόσιον
View word page
στωμυλία
στωμυλία στωμῠλία, ἡ, wordiness, Ar.: small talk, Anth.

ShortDef

wordiness

Debugging

Headword:
στωμυλία
Headword (normalized):
στωμυλία
Headword (normalized/stripped):
στωμυλια
IDX:
30453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30488
Key:
stwmuli/a

Data

{'content': 'στωμυλία\n στωμῠλία, ἡ,\n wordiness, Ar.: small talk, Anth.', 'key': 'stwmuli/a'}