Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
View word page
στωϊκός
στωϊκός στωικός, ή, όν στοά of a colonnade or piazza:— hence, Stoic, of or belonging to the Stoics (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη) , NTest.; cf. Στοϊκός.

ShortDef

of a colonnade; Stoic

Debugging

Headword:
στωϊκός
Headword (normalized):
στωϊκός
Headword (normalized/stripped):
στωικος
IDX:
30452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30487
Key:
stwiko/s

Data

{'content': 'στωϊκός\n στωικός, ή, όν\n στοά\n of a colonnade or piazza:— hence, Stoic, of or belonging to the Stoics (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη) , NTest.; cf. Στοϊκός.', 'key': 'stwiko/s'}