στωϊκός
στωικός, ή, όν
στοά
of a colonnade or piazza:— hence, Stoic, of or belonging to the Stoics (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη) , NTest.; cf. Στοϊκός.
{'content': 'στωϊκός\n στωικός, ή, όν\n στοά\n of a colonnade or piazza:— hence, Stoic, of or belonging to the Stoics (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη) , NTest.; cf. Στοϊκός.', 'key': 'stwiko/s'}