Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
View word page
στύφω
στύφω .στύ_φω, to draw together: Pass., χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, Anth.

ShortDef

to draw together

Debugging

Headword:
στύφω
Headword (normalized):
στύφω
Headword (normalized/stripped):
στυφω
IDX:
30451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30486
Key:
stu/fw

Data

{'content': 'στύφω\n \n .στύ_φω,\n to draw together: Pass., χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, Anth.', 'key': 'stu/fw'}