Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
Συβαρίζω
View word page
στυφελός
στυφελός .στῠφελός, ή, όν στύφω hard, rough, Aesch. metaph. harsh, severe, cruel, Aesch.
ShortDef
hard, rough
Debugging
Headword:
στυφελός
Headword (normalized):
στυφελός
Headword (normalized/stripped):
στυφελος
IDX:
30449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30484
Key:
stufelo/s
Data
{'content': 'στυφελός\n .στῠφελός, ή, όν\n στύφω\n hard, rough, Aesch.\n metaph. harsh, severe, cruel, Aesch.', 'key': 'stufelo/s'}