Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
συαγρεσία
View word page
στυφελίζω
στυφελίζω στυφελός to strike hard, smite, Il.; of the wind, to drive away clouds, Il.; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι to thrust him from his seat, Il. generally, to treat roughly, misuse, maltreat, Hom.

ShortDef

to strike hard, smite

Debugging

Headword:
στυφελίζω
Headword (normalized):
στυφελίζω
Headword (normalized/stripped):
στυφελιζω
IDX:
30448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30483
Key:
stufeli/zw

Data

{'content': 'στυφελίζω\n στυφελός\n to strike hard, smite, Il.; of the wind, to drive away clouds, Il.; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι to thrust him from his seat, Il.\n generally, to treat roughly, misuse, maltreat, Hom.', 'key': 'stufeli/zw'}