Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
View word page
στυφελιγμός
στυφελιγμός στῠφελιγμός, οῦ, ὁ, ill-usage, abuse, Ar. from στῠφελός
ShortDef
ill-usage, abuse
Debugging
Headword:
στυφελιγμός
Headword (normalized):
στυφελιγμός
Headword (normalized/stripped):
στυφελιγμος
IDX:
30447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30482
Key:
stufeligmo/s
Data
{'content': 'στυφελιγμός\n στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,\n ill-usage, abuse, Ar.\n from στῠφελός', 'key': 'stufeligmo/s'}