Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
View word page
στύραξ2
στύραξ2 the spike at the lower end of a spear-shaft, Xen., Plat.

ShortDef

(m. and f.) storax (gum, gum tree)
the spike at the lower end of a spear-shaft

Debugging

Headword:
στύραξ2
Headword (normalized):
στύραξ
Headword (normalized/stripped):
στυραξ2
IDX:
30446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30481
Key:
stu/rac2

Data

{'content': 'στύραξ2\n the spike at the lower end of a spear-shaft, Xen., Plat.', 'key': 'stu/rac2'}