Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
View word page
στύραξ
στύραξ storax, a fragrant gum, Arist. ἡ στ., the tree producing this gum, Hdt.

ShortDef

(m. and f.) storax (gum, gum tree)
the spike at the lower end of a spear-shaft

Debugging

Headword:
στύραξ
Headword (normalized):
στύραξ
Headword (normalized/stripped):
στυραξ
IDX:
30445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30480
Key:
stu/rac1

Data

{'content': 'στύραξ\n storax, a fragrant gum, Arist.\n ἡ στ., the tree producing this gum, Hdt.', 'key': 'stu/rac1'}