Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφοκόπος
στύφω
στωϊκός
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
View word page
στυράκιον
στυράκιον στῠράκιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of στύραξ2 στ. ἀκοντίου Thuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυράκιον
Headword (normalized):
στυράκιον
Headword (normalized/stripped):
στυρακιον
IDX:
30444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30479
Key:
stura/kion

Data

{'content': 'στυράκιον\n στῠράκιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of στύραξ2\n στ. ἀκοντίου Thuc.', 'key': 'stura/kion'}