Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ
στύραξ2
στυφελιγμός
View word page
στύμα
στύμα στύμα, ατος, τό, Aeolic for στόμα.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύμα
Headword (normalized):
στύμα
Headword (normalized/stripped):
στυμα
IDX:
30437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30472
Key:
stu/ma

Data

{'content': 'στύμα\n στύμα, ατος, τό,\n Aeolic for στόμα.', 'key': 'stu/ma'}