Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
στυράκινος
View word page
στυλίς
στυλίς στῡλίς, ίδος, ἡ, Dim. of στῦλος like στηλίς a mast to carry a sail at the stern, as in a yawl, Plut.
ShortDef
a mast to carry a sail at the stern
Debugging
Headword:
στυλίς
Headword (normalized):
στυλίς
Headword (normalized/stripped):
στυλις
IDX:
30433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30468
Key:
stuli/s
Data
{'content': 'στυλίς\n στῡλίς, ίδος, ἡ,\n Dim. of στῦλος\n like στηλίς\n a mast to carry a sail at the stern, as in a yawl, Plut.', 'key': 'stuli/s'}