Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρία
View word page
στυλίσκος
στυλίσκος στῡλίσκος, ὁ, Dim. of στῦλος a staff or rod, Strab.

ShortDef

a staff

Debugging

Headword:
στυλίσκος
Headword (normalized):
στυλίσκος
Headword (normalized/stripped):
στυλισκος
IDX:
30432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30467
Key:
stuli/skos

Data

{'content': 'στυλίσκος\n στῡλίσκος, ὁ,\n Dim. of στῦλος\n a staff or rod, Strab.', 'key': 'stuli/skos'}