Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
στυππεῖον
στυππειοπώλης
View word page
στύγος
στύγος στύγος (ῠ), ος, εος, τό, στυγέω hatred, as expressed in looks, sullenness, gloom, Aesch. an object of hatred, an abomination, Aesch.; of persons, δεσπότου στ. thy hated lord, Aesch.; στύγη θεῶν, of the Erinyes, Aesch.:— a deed of horror, Aesch.

ShortDef

hatred

Debugging

Headword:
στύγος
Headword (normalized):
στύγος
Headword (normalized/stripped):
στυγος
IDX:
30431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30466
Key:
stu/gos

Data

{'content': 'στύγος\n στύγος (ῠ), ος, εος, τό,\n στυγέω\n hatred, as expressed in looks, sullenness, gloom, Aesch.\n an object of hatred, an abomination, Aesch.; of persons, δεσπότου στ. thy hated lord, Aesch.; στύγη θεῶν, of the Erinyes, Aesch.:— a deed of horror, Aesch.', 'key': 'stu/gos'}