Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύμα
Στύμφαλος
Στύξ
View word page
στυγνόω
στυγνόω στυγνόω, to make gloomy:—Pass. to be gloomy, Anth.

ShortDef

to make gloomy

Debugging

Headword:
στυγνόω
Headword (normalized):
στυγνόω
Headword (normalized/stripped):
στυγνοω
IDX:
30429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30464
Key:
stugno/w

Data

{'content': 'στυγνόω\n στυγνόω,\n to make gloomy:—Pass. to be gloomy, Anth.', 'key': 'stugno/w'}