Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
View word page
στυγνάζω
στυγνάζω στυγνάζω, fut. -άσω to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.
ShortDef
to look gloomy, be sorrowful
Debugging
Headword:
στυγνάζω
Headword (normalized):
στυγνάζω
Headword (normalized/stripped):
στυγναζω
IDX:
30426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30461
Key:
stugna/zw
Data
{'content': 'στυγνάζω\n στυγνάζω,\n fut. -άσω\n to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.', 'key': 'stugna/zw'}