Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
στῦλος
View word page
Στύγιος
Στύγιος Στύγιος (ῠ), α, ον Στύξ Stygian, Aesch., Soph. = στυγητός, hateful, abominable, Eur.
ShortDef
Stygian
Debugging
Headword:
Στύγιος
Headword (normalized):
στύγιος
Headword (normalized/stripped):
στυγιος
IDX:
30425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30460
Key:
*stu/gios
Data
{'content': 'Στύγιος\n Στύγιος (ῠ), α, ον\n Στύξ\n Stygian, Aesch., Soph.\n = στυγητός, hateful, abominable, Eur.', 'key': '*stu/gios'}