Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνταλλάσσω
ἀνταμείβομαι
ἀνταμύνομαι
ἀνταναβιβάζω
ἀντανάγω
ἀνταναιρέω
ἀνταναλίσκω
ἀνταναμένω
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανίστημι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπερύκω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
View word page
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπληρόω to supply as a substitute or balance, τινὰ πρός τινα Dem.
ShortDef
to supply as a substitute
Debugging
Headword:
ἀνταναπληρόω
Headword (normalized):
ἀνταναπληρόω
Headword (normalized/stripped):
ανταναπληροω
IDX:
3045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3046
Key:
a)ntanaplhro/w
Data
{'content': 'ἀνταναπληρόω\n to supply as a substitute or balance, τινὰ πρός τινα Dem.', 'key': 'a)ntanaplhro/w'}