Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
στυλοπινάκιον
View word page
στυγητός
στυγητός στῠγητός, όν hated, abominated, hateful, Aesch., NTest.
ShortDef
hated, abominated, hateful
Debugging
Headword:
στυγητός
Headword (normalized):
στυγητός
Headword (normalized/stripped):
στυγητος
IDX:
30424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30459
Key:
stughto/s
Data
{'content': 'στυγητός\n στῠγητός, όν\n hated, abominated, hateful, Aesch., NTest.', 'key': 'stughto/s'}