Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
στυλίσκος
στυλίς
View word page
στύγημα
στύγημα στύγημα (ῠ), ατος, τό, an abomination, Eur.

ShortDef

an abomination

Debugging

Headword:
στύγημα
Headword (normalized):
στύγημα
Headword (normalized/stripped):
στυγημα
IDX:
30423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30458
Key:
stu/ghma

Data

{'content': 'στύγημα\n στύγημα (ῠ), ατος, τό,\n an abomination, Eur.', 'key': 'stu/ghma'}